- κισσοτόμος
- κισσοτόμος, -ον (Α)(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι(ενν. ἡμέραι)ετήσια γιορτή στον Φλιούντα τής Αργολίδας προς τιμή τής Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.